- προκαταγωνίζομαι
- προκατᾰγωνίζομαι,A overcome, defeat first,
πᾶν τὸ ψεῦδος Hierocl. in CA12p.447M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πᾶν τὸ ψεῦδος Hierocl. in CA12p.447M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταγωνίζομαι — Α υπερνικώ, κατανικώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταγωνίζομαι «καταπολεμώ, νικώ»] … Dictionary of Greek